3,251,689
edits
(6_20) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δικραιόομαι''': παθ., σχίζομαι εἰς δύο, διχάζομαι, διορθωθὲν παρ’ Ἱππ. 276, 43., 1035Α, ἐκ τοῦ Ἐρωτιανοῦ· ― δίκραιος, ον, ([[κεραία]]), [[δισχιδής]], [[δίκρανος]], ὁ αὐτ. 411. 5, 10, κ. ἀλλ.· ― δικραιότης, ητος, ἡ, τὸ [[εἶναι]] δίκραιον, ὁ αὐτ. 411. 5. Πρβλ. [[δίκροος]]. | |lstext='''δικραιόομαι''': παθ., σχίζομαι εἰς δύο, διχάζομαι, διορθωθὲν παρ’ Ἱππ. 276, 43., 1035Α, ἐκ τοῦ Ἐρωτιανοῦ· ― δίκραιος, ον, ([[κεραία]]), [[δισχιδής]], [[δίκρανος]], ὁ αὐτ. 411. 5, 10, κ. ἀλλ.· ― δικραιότης, ητος, ἡ, τὸ [[εἶναι]] δίκραιον, ὁ αὐτ. 411. 5. Πρβλ. [[δίκροος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[dividirse]], [[bifurcarse]] (ἡ ἡπατῖτις) παρὰ τὰς ἐσχάτας δύο πλευρὰς ἐδικραιώθη Hp.<i>Epid</i>.2.4.1. | |||
}} | }} |