Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δικραιόομαι

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκραιόομαι Medium diacritics: δικραιόομαι Low diacritics: δικραιόομαι Capitals: ΔΙΚΡΑΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: dikraióomai Transliteration B: dikraioomai Transliteration C: dikraioomai Beta Code: dikraio/omai

English (LSJ)

branch, fork, prob. in Hp.Epid.2.4.1 (but cf. Oss.10); cf. Erot.

Spanish (DGE)

dividirse, bifurcarse (ἡ ἡπατῖτις) παρὰ τὰς ἐσχάτας δύο πλευρὰς ἐδικραιώθη Hp.Epid.2.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

δικραιόομαι: παθ., σχίζομαι εἰς δύο, διχάζομαι, διορθωθὲν παρ’ Ἱππ. 276, 43., 1035Α, ἐκ τοῦ Ἐρωτιανοῦ· ― δίκραιος, ον, (κεραία), δισχιδής, δίκρανος, ὁ αὐτ. 411. 5, 10, κ. ἀλλ.· ― δικραιότης, ητος, ἡ, τὸ εἶναι δίκραιον, ὁ αὐτ. 411. 5. Πρβλ. δίκροος.