δικραιόομαι

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκραιόομαι Medium diacritics: δικραιόομαι Low diacritics: δικραιόομαι Capitals: ΔΙΚΡΑΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: dikraióomai Transliteration B: dikraioomai Transliteration C: dikraioomai Beta Code: dikraio/omai

English (LSJ)

branch, fork, prob. in Hp.Epid.2.4.1 (but cf. Oss.10); cf. Erot.

Spanish (DGE)

dividirse, bifurcarse (ἡ ἡπατῖτις) παρὰ τὰς ἐσχάτας δύο πλευρὰς ἐδικραιώθη Hp.Epid.2.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

δικραιόομαι: παθ., σχίζομαι εἰς δύο, διχάζομαι, διορθωθὲν παρ’ Ἱππ. 276, 43., 1035Α, ἐκ τοῦ Ἐρωτιανοῦ· ― δίκραιος, ον, (κεραία), δισχιδής, δίκρανος, ὁ αὐτ. 411. 5, 10, κ. ἀλλ.· ― δικραιότης, ητος, ἡ, τὸ εἶναι δίκραιον, ὁ αὐτ. 411. 5. Πρβλ. δίκροος.