αὐλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(6_7)
 
(big3_7)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] αὐλοῦ, [[σωληνοειδής]], Γρηγ. Νύσσ. -- Ἐπίρρ. -δῶς ὁ αὐτ.
|lstext='''αὐλοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] αὐλοῦ, [[σωληνοειδής]], Γρηγ. Νύσσ. -- Ἐπίρρ. -δῶς ὁ αὐτ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[con forma de tubo]], [[tubular]] πόροι (<i>sc</i>. ἀπὸ τῆς καρδίας) ... τι πυρῶδες ... διαχέουσι πνεῦμα Gr.Nyss.<i>Hom.Opif</i>.31.11.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a través de un tubo]] ὃς (<i>sc</i>. ὑμήν) [[ἄνωθεν]] ἐπὶ τὸ βάθος αὐ. [[διήκων]] Gr.Nyss.<i>Hom.Opif</i>.31.24.
}}
}}

Revision as of 12:01, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

αὐλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα αὐλοῦ, σωληνοειδής, Γρηγ. Νύσσ. -- Ἐπίρρ. -δῶς ὁ αὐτ.

Spanish (DGE)

-ές
1 con forma de tubo, tubular πόροι (sc. ἀπὸ τῆς καρδίας) ... τι πυρῶδες ... διαχέουσι πνεῦμα Gr.Nyss.Hom.Opif.31.11.
2 adv. -ῶς a través de un tubo ὃς (sc. ὑμήν) ἄνωθεν ἐπὶ τὸ βάθος αὐ. διήκων Gr.Nyss.Hom.Opif.31.24.