αὐλοειδής
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
αὐλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα αὐλοῦ, σωληνοειδής, Γρηγ. Νύσσ. -- Ἐπίρρ. -δῶς ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ές
1 con forma de tubo, tubular πόροι (sc. ἀπὸ τῆς καρδίας) ... τι πυρῶδες ... διαχέουσι πνεῦμα Gr.Nyss.Hom.Opif.31.11.
2 adv. -ῶς a través de un tubo ὃς (sc. ὑμήν) ἄνωθεν ἐπὶ τὸ βάθος αὐ. διήκων Gr.Nyss.Hom.Opif.31.24.