ἐκσαρκόω: Difference between revisions

big3_14b
(6_2)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσαρκόω''': [[κάμνω]] νὰ σαρκώσῃ, νὰ σχηματίσῃ σάρκα, [[κρέας]]. - Παθ., πιάνω [[κρέας]], σαρκώνω, μεταφ. ἐπὶ τῶν ἐλαιῶν, ἐκσαρκοῦνται γὰρ καὶ ἀπολλύασι τὸ [[ἔλαιον]] διὰ τὴν πολυτροφίαν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 79.
|lstext='''ἐκσαρκόω''': [[κάμνω]] νὰ σαρκώσῃ, νὰ σχηματίσῃ σάρκα, [[κρέας]]. - Παθ., πιάνω [[κρέας]], σαρκώνω, μεταφ. ἐπὶ τῶν ἐλαιῶν, ἐκσαρκοῦνται γὰρ καὶ ἀπολλύασι τὸ [[ἔλαιον]] διὰ τὴν πολυτροφίαν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 79.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hacerse carnoso]] πρὸς δὲ τὰ οἰδοῦντα τῶν οὔλων καὶ ἐκσαρκοῦντα Dsc.<i>Eup</i>.1.75.1, cf. Aët.8.24, (λιθάργυρος) δύναμιν ... ἔχει ... σταλτικὴν τῶν ἐκσαρκούντων (el litargirio) tiene virtud reductora de las carnosidades</i> Dsc.5.87.2.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[engordar]] las aceitunas ἐκσαρκοῦνται καὶ ἀπολλύασιν τὸ [[ἔλαιον]] διὰ τὴν πολυτροφίαν Thphr.<i>CP</i> 1.19.5.
}}
}}