ἐκσαρκόω
English (LSJ)
A make grow to flesh:—Pass., grow to flesh: metaph., of olives, Thphr. CP1.19.5.
II intr., =Pass., Dsc.Eup.1.75:—hence ἐκσάρκωμα, ατος, τό, fleshy excrescence, Id.5.74.
Spanish (DGE)
1 hacerse carnoso πρὸς δὲ τὰ οἰδοῦντα τῶν οὔλων καὶ ἐκσαρκοῦντα Dsc.Eup.1.75.1, cf. Aët.8.24, (λιθάργυρος) δύναμιν ... ἔχει ... σταλτικὴν τῶν ἐκσαρκούντων (el litargirio) tiene virtud reductora de las carnosidades Dsc.5.87.2.
2 en v. med. engordar las aceitunas ἐκσαρκοῦνται καὶ ἀπολλύασιν τὸ ἔλαιον διὰ τὴν πολυτροφίαν Thphr.CP 1.19.5.
German (Pape)
[Seite 778] Fleisch herauswachsen lassen; – pass., übermäßig Fleisch ansetzen, Theophr., wie Diosc. auch das act. braucht.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσαρκόω: κάμνω νὰ σαρκώσῃ, νὰ σχηματίσῃ σάρκα, κρέας. - Παθ., πιάνω κρέας, σαρκώνω, μεταφ. ἐπὶ τῶν ἐλαιῶν, ἐκσαρκοῦνται γὰρ καὶ ἀπολλύασι τὸ ἔλαιον διὰ τὴν πολυτροφίαν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 79.