3,277,180
edits
(6_12) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁμαμηλίς''': -ίδος, ἡ, ([[μῆλον]]) «ἀπίου γένος, ἢ μήλου ἢ μεσπίλου», Ἡσύχ., «[[σῦκον]] τὸ ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν», Εὐστ. 878. «αἱ δὲ ἁμαμηλίδες οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ’ ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον», Ἀθήν. 565d: πρβλ. [[ἐπιμηλίς]]. | |lstext='''ἁμαμηλίς''': -ίδος, ἡ, ([[μῆλον]]) «ἀπίου γένος, ἢ μήλου ἢ μεσπίλου», Ἡσύχ., «[[σῦκον]] τὸ ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν», Εὐστ. 878. «αἱ δὲ ἁμαμηλίδες οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ’ ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον», Ἀθήν. 565d: πρβλ. [[ἐπιμηλίς]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἁμᾰμηλίς) -ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμόμηλις]] Hsch.<br />bot. [[níspero]], [[fruto del níspero]], [[Mespilus germanica L.]], Hp.<i>Mul</i>.1.44, Aristomen.11, Ath.650c, d, Hsch., <i>Et.Sym</i>.664.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de [[ἅμα]] y μῆλον: ‘que florece a la vez que el manzano’. | |||
}} | }} |