ἁμαμηλίς
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = ἐπιμηλίς, medlar, Mespilus germanica, Hp. Mul.1.44, Aristomen.11, cf.Ath.14.650c.
Spanish (DGE)
(ἁμᾰμηλίς) -ίδος, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀμόμηλις Hsch.
bot. níspero, fruto del níspero, Mespilus germanica L., Hp.Mul.1.44, Aristomen.11, Ath.650c, d, Hsch., Et.Sym.664.
• Etimología: Comp. de ἅμα y μῆλον: ‘que florece a la vez que el manzano’.
German (Pape)
[Seite 115] ίδος, ἡ, eine Baum- oder Strauchart mit eßbaren Früchten, vielleicht Mispel, Hippocr.; Ath. XIV, 650 c οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ' ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον, vgl. ἐπιμηλίς. Der Name wurde abgeleitet von ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαμηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον) «ἀπίου γένος, ἢ μήλου ἢ μεσπίλου», Ἡσύχ., «σῦκον τὸ ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν», Εὐστ. 878. «αἱ δὲ ἁμαμηλίδες οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ’ ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον», Ἀθήν. 565d: πρβλ. ἐπιμηλίς.
Greek Monolingual
ἁμαμηλίς (-ίδος), η (Α)
ἐπιμηλίς, μουσμουλιά (Mespilus germanica).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού που απαντά και ως ὁμομηλις ή ἐπιμηλίς. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. ἁμά-μηλος < ἅμα + μῆλον.
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: a tree or bush with edible fruits, prob. medlar, Mespilus germanica (Hp.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Description in Ath. 14, 650 c-e; the speakers are uncertain about the plant, also about the name: also ὁμομηλίς, ἐπιμηλίς (`which resembles ...'). Prob. which blossoms at the same time as the apple-tree. S. Strömberg Gr. Wortstud. 32
Frisk Etymology German
ἁμαμηλίς: -ίδος
{hamamēlís}
Grammar: f.
Meaning: ‘eine Baum- oder Strauchart mit eßbaren Früchten’, vielleicht Mispel (Hp., Aristomen., Ath. 14, 650 c-e).
Etymology: Aus der ausführlichen Beschreibung bei Ath. geht hervor, daß die Gewährsmänner über die Bedeutung uneinig waren, und ebenso, daß die Form wechselt (ὁμομηλίς, ἐπιμηλίς). Jedenfalls Femininableitung eines *ἁμάμηλος mit Beziehung auf μῆλον.
Page 1,85