ἀκακοήθης: Difference between revisions

big3_2
(6_7)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκᾰκοήθης''': -ες, [[ἄδολος]], Εὐσ., Φώτ.: - ἐπίρρ. -θως, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 350 Kiessl: - παρ᾿ Εὐστ. 404. 8. ἀκακοήθευτος, ον.
|lstext='''ἀκᾰκοήθης''': -ες, [[ἄδολος]], Εὐσ., Φώτ.: - ἐπίρρ. -θως, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 350 Kiessl: - παρ᾿ Εὐστ. 404. 8. ἀκακοήθευτος, ον.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[benigno]] en medic. μυρμηκία Heliod. en Orib.45.14.4, cf. Orib.<i>Syn</i>.8.56<br /><b class="num">•</b>gener. [[carente de maldad]], [[bondadoso]] siempre c. [[ἁπλοῦς]]: ἁπλῷ καὶ ἀκακοήθει τρόπῳ de un modo sencillo y bondadoso</i> Eus.<i>HE</i> 5.5.3, [[ἁπλοῦς]] ὁ τρόπος τοῦ μὴ ζητοῦντος τὰ σαρκικὰ, [[ἀκακοήθης]] Chrys.<i>Pasch</i>.3.17, αἱ ἁπλαῖ καὶ ἀκακοήθεις ψυχαί Thdt.M.83.627D, τὰς τοῦ βίου μου κελεύθους καὶ ὁδοὺς ... ἁπλᾶς καὶ ἀκακοήθεις ἀνύοιμι Sch.Pi.<i>N</i>.8.59.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin fraude]] διδόναι τι καὶ δέχεσθαι ἀ. Iambl.<i>Protr</i>.21.
}}
}}