ἀκακοήθης

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰκοήθης Medium diacritics: ἀκακοήθης Low diacritics: ακακοήθης Capitals: ΑΚΑΚΟΗΘΗΣ
Transliteration A: akakoḗthēs Transliteration B: akakoēthēs Transliteration C: akakoithis Beta Code: a)kakoh/qhs

English (LSJ)

ἀκακοήθες, guileless, Phot.; Medic., benign, μυρμηκιά Heliod. ap. Orib.45.14.44. Adv. ἀκακοήθως lamb.Protr.21.ιθ'.

Spanish (DGE)

-ες
1 benigno en medic. μυρμηκία Heliod. en Orib.45.14.4, cf. Orib.Syn.8.56
gener. carente de maldad, bondadoso siempre c. ἁπλοῦς: ἁπλῷ καὶ ἀκακοήθει τρόπῳ de un modo sencillo y bondadoso Eus.HE 5.5.3, ἁπλοῦς ὁ τρόπος τοῦ μὴ ζητοῦντος τὰ σαρκικὰ, ἀκακοήθης Chrys.Pasch.3.17, αἱ ἁπλαῖ καὶ ἀκακοήθεις ψυχαί Thdt.M.83.627D, τὰς τοῦ βίου μου κελεύθους καὶ ὁδοὺς ... ἁπλᾶς καὶ ἀκακοήθεις ἀνύοιμι Sch.Pi.N.8.59.
2 adv. -ως sin fraude διδόναι τι καὶ δέχεσθαι ἀ. Iambl.Protr.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰκοήθης: -ες, ἄδολος, Εὐσ., Φώτ.: - ἐπίρρ. -θως, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 350 Kiessl: - παρ᾿ Εὐστ. 404. 8. ἀκακοήθευτος, ον.

Greek Monolingual

ἀκακοήθης (-ους), -ες (Μ) κακοήθης
άδολος, καλοκάγαθος.

German (Pape)

ες, nicht bösartig, Sp.