ἀποστολεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
(6_21)
 
(big3_6)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστολεῖον''': τό, [[ἐκκλησία]] καθιερωμένη εἰς Ἀπόστολόν τινα, εἰς μνήμην Ἀπ. τινός, Ἐκκλ.: [[ἐνίοτε]] γράφεται ἀποστόλιον.
|lstext='''ἀποστολεῖον''': τό, [[ἐκκλησία]] καθιερωμένη εἰς Ἀπόστολόν τινα, εἰς μνήμην Ἀπ. τινός, Ἐκκλ.: [[ἐνίοτε]] γράφεται ἀποστόλιον.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[templo]], [[iglesia dedicada a un apóstol]] ἐπὶ τιμῇ Πέτρου καὶ Παύλου ... ἐδείματο καὶ [[ἀποστολεῖον]] ἐξ αὐτῶν ὠνόμασε Soz.<i>HE</i> 8.17.3, de la basílica de San Pedro en Roma, Soz.<i>HE</i> 9.10.4.
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστολεῖον: τό, ἐκκλησία καθιερωμένη εἰς Ἀπόστολόν τινα, εἰς μνήμην Ἀπ. τινός, Ἐκκλ.: ἐνίοτε γράφεται ἀποστόλιον.

Spanish (DGE)

-ου, τό
templo, iglesia dedicada a un apóstol ἐπὶ τιμῇ Πέτρου καὶ Παύλου ... ἐδείματο καὶ ἀποστολεῖον ἐξ αὐτῶν ὠνόμασε Soz.HE 8.17.3, de la basílica de San Pedro en Roma, Soz.HE 9.10.4.