ἀργοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(6_15)
 
(big3_6)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργοφάγος''': -ον, (φᾰγεῖν) ὁ μὴ ἐργαζόμενος διὰ τὴν τροφήν του, ὁ [[ἀργός]], μὴ ἄσωτος, μὴ [[μέθυσος]] ἢ [[ἀργοφάγος]] Διαταγ. Ἀποστ. 2. 49.
|lstext='''ἀργοφάγος''': -ον, (φᾰγεῖν) ὁ μὴ ἐργαζόμενος διὰ τὴν τροφήν του, ὁ [[ἀργός]], μὴ ἄσωτος, μὴ [[μέθυσος]] ἢ [[ἀργοφάγος]] Διαταγ. Ἀποστ. 2. 49.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que come sin trabajar]], <i>Const.App</i>.2.50.1.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀργοφάγος: -ον, (φᾰγεῖν) ὁ μὴ ἐργαζόμενος διὰ τὴν τροφήν του, ὁ ἀργός, μὴ ἄσωτος, μὴ μέθυσοςἀργοφάγος Διαταγ. Ἀποστ. 2. 49.

Spanish (DGE)

-ον que come sin trabajar, Const.App.2.50.1.