διαθιγγάνομαι: Difference between revisions

big3_11
(6_20)
 
(big3_11)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαθιγγάνομαι''': παθ., εὑρίσκομαι εἰς συνεχῆ ἐπαφήν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 7.
|lstext='''διαθιγγάνομαι''': παθ., εὑρίσκομαι εἰς συνεχῆ ἐπαφήν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[estar en contacto]]<τῷ> διαθιγγάνεσθαι [[ἀεί]] al estar constantemente en contacto</i> Arist.<i>HA</i> 634<sup>a</sup>9.
}}
}}