διαθιγγάνομαι

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek (Liddell-Scott)

διαθιγγάνομαι: παθ., εὑρίσκομαι εἰς συνεχῆ ἐπαφήν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 7.

Spanish (DGE)

estar en contacto<τῷ> διαθιγγάνεσθαι ἀεί al estar constantemente en contacto Arist.HA 634a9.