διακολαπτηρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(6_5)
 
(big3_11)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακολαπτηρίζω''': διὰ τοῦ καλαπτῆρος (dolabra) πελεκῶ, Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Ἀθην. τ. Δ΄, σ. 374.
|lstext='''διακολαπτηρίζω''': διὰ τοῦ καλαπτῆρος (dolabra) πελεκῶ, Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Ἀθην. τ. Δ΄, σ. 374.
}}
{{DGE
|dgtxt=arq. [[labrar de parte a parte]] a cincel τού[ς λίθους] κύκλῳ πάντας <i>IG</i> 7.3073.185 (Lebadea II a.C.) en <i>C&amp;M</i> 8.1946.34.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

διακολαπτηρίζω: διὰ τοῦ καλαπτῆρος (dolabra) πελεκῶ, Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Ἀθην. τ. Δ΄, σ. 374.

Spanish (DGE)

arq. labrar de parte a parte a cincel τού[ς λίθους] κύκλῳ πάντας IG 7.3073.185 (Lebadea II a.C.) en C&M 8.1946.34.