διακολαπτηρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(6_5) |
(big3_11) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακολαπτηρίζω''': διὰ τοῦ καλαπτῆρος (dolabra) πελεκῶ, Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Ἀθην. τ. Δ΄, σ. 374. | |lstext='''διακολαπτηρίζω''': διὰ τοῦ καλαπτῆρος (dolabra) πελεκῶ, Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Ἀθην. τ. Δ΄, σ. 374. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=arq. [[labrar de parte a parte]] a cincel τού[ς λίθους] κύκλῳ πάντας <i>IG</i> 7.3073.185 (Lebadea II a.C.) en <i>C&M</i> 8.1946.34. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
διακολαπτηρίζω: διὰ τοῦ καλαπτῆρος (dolabra) πελεκῶ, Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Ἀθην. τ. Δ΄, σ. 374.
Spanish (DGE)
arq. labrar de parte a parte a cincel τού[ς λίθους] κύκλῳ πάντας IG 7.3073.185 (Lebadea II a.C.) en C&M 8.1946.34.