διακεάζω: Difference between revisions

big3_11
(6_13b)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακεάζω''': μέλλ. -άσω, [[κόπτω]] εἰς δύο, [[διασχίζω]], διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.
|lstext='''διακεάζω''': μέλλ. -άσω, [[κόπτω]] εἰς δύο, [[διασχίζω]], διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo en tm.]<br /><b class="num">1</b> [[partir en dos]], [[dividir en pedazos]], [[διά]] τε ξύλα δανὰ κεάσσαι <i>Od</i>.15.322, en v. pas. διὰ δὴ πάλαι ἥδε κεάσθη νηῦς ἱερή A.R.4.1267.<br /><b class="num">2</b> [[consumir]] por el fuego (quizá por una antigua interpr. de <i>Od</i>.15.322) [[διά]] τ' ἀμφαδὰ πάντα κεάσσαι A.R.4.392.
}}
}}