διακεάζω
English (LSJ)
cleave asunder, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, cf. A.R.4.392.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo en tm.]
1 partir en dos, dividir en pedazos, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, en v. pas. διὰ δὴ πάλαι ἥδε κεάσθη νηῦς ἱερή A.R.4.1267.
2 consumir por el fuego (quizá por una antigua interpr. de Od.15.322) διά τ' ἀμφαδὰ πάντα κεάσσαι A.R.4.392.
German (Pape)
[Seite 581] (s. κεάζω), durchspalten, zerspalten; in tmesi Homer. Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι; Apoll. Rh. 4, 392 νῆα καταφλέξαι, διά τ' ἔμπεδα πάντα κεάσσαι.
Russian (Dvoretsky)
διακεάζω: раскалывать (ξύλα Hom. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
διακεάζω: μέλλ. -άσω, κόπτω εἰς δύο, διασχίζω, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.
Greek Monolingual
διακεάζω (Α) κεάζω
κόβω στα δύο, σχίζω στα δύο.
Greek Monotonic
διακεάζω: μέλ. -άσω, κόβω, σχίζω στα δύο, σε Ομήρ. Οδ.