διεξαγορεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(6_7)
 
(big3_11)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεξαγορεύω''': ἐπιτεταμ. [[ἐξαγορεύω]]· ― ἀθεότητα ἀναφανδὸν διεξαγορευέτω, μὴ πρόνοιαν Εὐσέβ. πρὸς τὰ Ἱεροκλέους § 48.
|lstext='''διεξαγορεύω''': ἐπιτεταμ. [[ἐξαγορεύω]]· ― ἀθεότητα ἀναφανδὸν διεξαγορευέτω, μὴ πρόνοιαν Εὐσέβ. πρὸς τὰ Ἱεροκλέους § 48.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[proclamar públicamente]], [[confesar]] ἀθεότητα Eus.<i>Hierocl</i>.48.
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

διεξαγορεύω: ἐπιτεταμ. ἐξαγορεύω· ― ἀθεότητα ἀναφανδὸν διεξαγορευέτω, μὴ πρόνοιαν Εὐσέβ. πρὸς τὰ Ἱεροκλέους § 48.

Spanish (DGE)

proclamar públicamente, confesar ἀθεότητα Eus.Hierocl.48.