ridículo: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 07:20, 22 August 2017
Spanish > Greek
γέλοιος, ἀστεῖος, διασυρμός, αἰσχύνη, διασυρτικός, γελωτός, γελαστός, γελοιώδης, ἐγκαταγέλαστος, γέλως