γελαστός
English (LSJ)
γελαστή, γελαστόν, laughable, ἔργα Od.8.307; of persons, Babr.45.12.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
ridículo de abstr. ἵνα ἔργα γελαστὰ καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε Od.8.307
•de pers. ὁ αἰπόλος γελαστὸς ἦλθεν ... αἰγῶν ἔρημος Babr.45.12.
German (Pape)
[Seite 479] belachenswert, lächerlich, Hom. einmal, Od. 8, 307 ἔργα γελαστά, v.l. ἔργ' ἀγέλαστα, Aristarch u. Herodian γελαστά, s. Scholl. – Oft bei Folgenden.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γελαστός -ή -όν γελάω lachwekkend.
Russian (Dvoretsky)
γελαστός: Hom., Babr. = γελοῖος 1.
Greek (Liddell-Scott)
γελαστός: -ή, -όν, ἄξιος γέλωτος, γελοῖος, Ὀδ. Θ. 307, Βάβρ. 45. 12.
English (Autenrieth)
(γελάω): ridiculous; ἔργα, doings that bring ridicule upon the speaker, Od. 8.307†.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α γελαστός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει χαρούμενη, εύθυμη έκφραση στο πρόσωπο
2. (για πράγματα) ο φαιδρός, ο χαρωπός
αρχ.
ο άξιος για γέλια, ο γελοίος.
Greek Monotonic
γελᾰστός: -ή, -όν, αυτός που είναι άξιος για γέλιο και προκαλεί γέλιο, γελοίος, σε Ομήρ. Οδ.