χρυσοπετάλινος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(6_17)
 
(47c)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοπετάλινος''': -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσῶν πετάλων Βυζ.
|lstext='''χρῡσοπετάλινος''': -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσῶν πετάλων Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />διακοσμημένος με χρυσά πέταλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσοπέταλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:17, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπετάλινος: -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσῶν πετάλων Βυζ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
διακοσμημένος με χρυσά πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοπέταλος + κατάλ. -ινος].