άρκα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἄρκα και [[ἄρκη]], η (Μ)<br />[[θήκη]], [[κιβωτός]], [[ταμείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>arca</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ρ. <i>arceo</i> «[[αποκρούω]], [[ασφαλίζω]]»), με την [[ίδια]] [[σημασία]]].
|mltxt=ἄρκα και [[ἄρκη]], η (Μ)<br />[[θήκη]], [[κιβωτός]], [[ταμείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>arca</i> (<b>πρβλ.</b> ρ. <i>arceo</i> «[[αποκρούω]], [[ασφαλίζω]]»), με την [[ίδια]] [[σημασία]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄρκα και ἄρκη, η (Μ)
θήκη, κιβωτός, ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. arca (πρβλ. ρ. arceo «αποκρούω, ασφαλίζω»), με την ίδια σημασία].