ταμείο
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
το / ταμεῖον, ΝΜΑ, και ταμιεῖον και ταμῑον και τάμιον Α ταμιεύω
ερμάρι ή κιβώτιο στο οποίο φυλάσσονται χρήματα, χρηματοκιβώτιο
νεοελλ.
1. συνεκδ. α) χώρος όπου γίνονται εισπράξεις ή πληρωμές, το γραφείο του ταμία («το ταμείο του θεάτρου»)
β) το χρηματικό ποσό που υπάρχει κάθε φορά στο ταμείο
2. υπηρεσία ή οργανισμός που έχει ως έργο να διενεργεί εισπράξεις ή πληρωμές
3. ασφαλιστικό ίδρυμα («μετοχικό ταμείο στρατού»)
4. μτφ. α) οικονομική διαχείρηση («η γυναίκα μου κρατάει το ταμείο του σπιτιού»)
β) πρόσωπο που έχει ή κατέχει πολλά («ο άνθρωπος αυτός είναι ταμείο γνώσεων»)
5. φρ. α) «κάνω [ή κλείνω] ταμείο» — κάνω απολογισμό τών εισπράξεων και τών πληρωμών
β) «κρατώ το ταμείο» — έχω την οικονομική διαχείριση
γ) «βιβλίο ταμείου» — λογιστικό βιβλίο τών εμπόρων στο οποίο καταχωρίζονται οι ημερήσιες κινήσεις του ταμείου
δ) «ασφαλιστικό ταμείο» ή «ταμείο ασφάλισης»
(νομ.) νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ίδρυμα ή οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης που καλύπτει συνταξιοδοτικά και υγειονομικά τους εργαζομένους οι οποίοι ανήκουν σε αυτό
ε) «δημόσιο ταμείο»
(νομ.) η αρμόδια για την είσπραξη τών δημόσιων εσόδων και την πληρωμή τών δημόσιων εξόδων υπηρεσία
στ) «επικουρικό ταμείο»
(νομ.) νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης που παρέχει επικουρική ασφάλιση, εκτός της κύριας την οποία παρέχει ο κύριος φορέας ασφάλισης
ζ) «λιμενικά ταμεία» — νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, διοικούμενα από λιμενική επιτροπή, τα οποία είναι αρμόδια για την κατασκευή και συντήρηση τών κρηπιδωμάτων του λιμανιού, τών κυματοθραυστών, τών μώλων, τών εκβαθύνσεων, του καθαρισμού κ.ά. έργων
η) «ταμείο παρακαταθηκών και δανείων»
(νομ.) νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που έχει σκοπό την παροχή δανείων και την αποδοχή χρηματικών ή αυτούσιων παρακαταθέσεων
θ) «ταμεία προνοίας»
(νομ.) νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τα οποία ασφαλίζουν επικουρικώς, βάσει επιτούτου εισφορών, εργατοϋπαλλήλους, υπαλλήλους του δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ελεύθερους επαγγελματίες ασφαλισμένους ήδη σε ταμεία κύριας ασφάλισης
ι) «ταμείο της Αγίας Γραφής»
(θεολ.-φιλολ.) ευρετήριο τών διαφόρων χωρίων της Αγίας Γραφής
αρχ.
1. θησαυροφυλάκιο
2. αποθήκη («ταμιείῳ χρωμένων τῶν Ἀθηναίων τοῖς τείχεσι πολλὰ μὲν ἐμπόρων χρήματα καὶ σῖτος ἐνῆν», Θουκ.)
3. κατάστημα
4. δεξαμενή
5. δωμάτιο, κοιτώνας
6. μτφ. δοχείο, θήκη υποδοχής («γαστέρα... τὸ τῶν λογισμῶν ταμιεῖον ἐκάλεσεν», Θεοδώρ.).