αλαφραίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(και [[αλαφραίνω]] και αλαφρύνω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ελαφρό μειώνοντας το [[βάρος]] ή [[ανακουφίζω]] κάποιον από το [[βάρος]]<br /><b>2.</b> [[ανακουφίζω]] κάποιον από [[θλίψη]], κόπους, δαπάνες κ.λπ.<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]] ή πυρετό) [[γίνομαι]] ηπιότερος<br /><b>4.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[ελαφρότητα]], ανόητα<br /><b>5.</b> θεωρούμαι από τους άλλους [[ελαφρός]], [[ανόητος]] ή μειωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[ελαφρύνω]]].
|mltxt=(και [[αλαφραίνω]] και αλαφρύνω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ελαφρό μειώνοντας το [[βάρος]] ή [[ανακουφίζω]] κάποιον από το [[βάρος]]<br /><b>2.</b> [[ανακουφίζω]] κάποιον από [[θλίψη]], κόπους, δαπάνες κ.λπ.<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]] ή πυρετό) [[γίνομαι]] ηπιότερος<br /><b>4.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[ελαφρότητα]], ανόητα<br /><b>5.</b> θεωρούμαι από τους άλλους [[ελαφρός]], [[ανόητος]] ή μειωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[ελαφρύνω]]].
}}
}}