αλαφραίνω

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

(και αλαφραίνω και αλαφρύνω)
1. κάνω κάτι ελαφρό μειώνοντας το βάρος ή ανακουφίζω κάποιον από το βάρος
2. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες κ.λπ.
3. (για ασθένεια ή πυρετό) γίνομαι ηπιότερος
4. συμπεριφέρομαι με ελαφρότητα, ανόητα
5. θεωρούμαι από τους άλλους ελαφρός, ανόητος ή μειωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ελαφρύνω].