αερόφοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀερόφοιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που προχωρεί διά μέσου του αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀὴρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>φοιτῶ</i>].
|mltxt=[[ἀερόφοιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που προχωρεί διά μέσου του αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀὴρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>φοιτῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀερόφοιτος, -ον (Α)
αυτός που προχωρεί διά μέσου του αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + φοιτῶ].