αερόφοιτος

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377

Greek Monolingual

ἀερόφοιτος, -ον (Α)
αυτός που προχωρεί διά μέσου του αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + φοιτῶ].