αμφιετής: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιετής]], -ές (Α)<br />(για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται [[κάθε]] χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφιετής]], -ές (Α)<br />(για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται [[κάθε]] χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμφιετίδαι]], <i>ἀμφιετηρίζομαι</i>, [[ἀμφιετίζομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφιετής, -ές (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -ετής < ἔτος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιετίδαι, ἀμφιετηρίζομαι, ἀμφιετίζομαι.