αμφιετής

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

ἀμφιετής, -ές (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -ετής < ἔτος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιετίδαι, ἀμφιετηρίζομαι, ἀμφιετίζομαι.