αδιάπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάπτωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, [[σταθερός]], [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[διαρκής]] («αδιάπτωτη [[προσοχή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, [[αλάνθαστος]], [[τέλειος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάπτωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, [[σταθερός]], [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[διαρκής]] («αδιάπτωτη [[προσοχή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, [[αλάνθαστος]], [[τέλειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαπίπτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδιαπτωσία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάπτωτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, σταθερός, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής («αδιάπτωτη προσοχή»)
αρχ.
αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, αλάνθαστος, τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διαπίπτω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαπτωσία.