επιτέλειος: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτέλειος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]] («ἐπιτελείαις εὐχαῑς», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> (ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτός που φέρνει [[κάτι]] σε [[πέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]])].
|mltxt=[[ἐπιτέλειος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]] («ἐπιτελείαις εὐχαῖς», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> (ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτός που φέρνει [[κάτι]] σε [[πέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐπιτέλειος, -ον (Α)
1. τέλειος («ἐπιτελείαις εὐχαῖς», Ιώσ.)
2. επιγρ. (ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτός που φέρνει κάτι σε πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλειος (< τέλος)].