επιτέλειος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

ἐπιτέλειος, -ον (Α)
1. τέλειος («ἐπιτελείαις εὐχαῖς», Ιώσ.)
2. επιγρ. (ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτός που φέρνει κάτι σε πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλειος (< τέλος)].