αθωωτής: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -ώτρια)<br />αυτός που αθωώνει κάποιον με τη [[μαρτυρία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αθωώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθωωτικός]]].
|mltxt=ο (θηλ. -ώτρια)<br />αυτός που αθωώνει κάποιον με τη [[μαρτυρία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αθωώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθωωτικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ώτρια)
αυτός που αθωώνει κάποιον με τη μαρτυρία του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αθωώνω.
ΠΑΡ. αθωωτικός].