ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(Α ἀθῳώ, -όω)
απαλλάσσω κάποιον από κατηγορία, τον κηρύσσω αθώο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αθωώνω, μεταπλασμένος ενεστ. τ. του ἀθῳόω < ἀθῷος.
ΠΑΡ. ἀθῷωσις
νεοελλ.
αθωωτής].