ευμετάβολος: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
(15)
 
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμετάβολος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[ευμετάβλητος]] («τὰ βέβαια ταῡτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευμετάβολο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευμεταβλησία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[βολή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μεταβάλλω]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμετάβολος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[ευμετάβλητος]] («τὰ βέβαια ταῦτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευμετάβολο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευμεταβλησία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[βολή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μεταβάλλω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:53, 25 July 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμετάβολος, -ον)
1. ο ευμετάβλητος («τὰ βέβαια ταῦτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβολο(ν)
η ευμεταβλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-βολή (< μεταβάλλω)].