ακαλαρρείτης: Difference between revisions

(2)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκαλαρρείτης]], ο (Α)<br />αυτός που ρέει [[ήσυχα]], ο [[ακύμαντος]]<br />«ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκαλὸς</i> «[[ήσυχος]], [[ήρεμος]]» ή ἀκαλὰ <b>επιρρ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρείτης</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ρεFε</i>-<i>τας</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀκαλάρροος]]].
|mltxt=[[ἀκαλαρρείτης]], ο (Α)<br />αυτός που ρέει [[ήσυχα]], ο [[ακύμαντος]]<br />«ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο» (Όμ. Η 422).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκαλὸς</i> «[[ήσυχος]], [[ήρεμος]]» ή ἀκαλὰ <b>επιρρ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρείτης</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ρεFε</i>-<i>τας</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i><br />πρβλ. και [[ἀκαλάρροος]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἀκαλαρρείτης, ο (Α)
αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος
«ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο» (Όμ. Η 422).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + -ρείτης < -ρεFε-τας < ρέω
πρβλ. και ἀκαλάρροος].