ακύμαντος

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκύμαντος, -ον) κυμαίνω
(για θάλασσα, ποταμό κ.λπ.) αυτός που δεν ταράσσεται από κύματα, ήρεμος, γαλήνιος
νεοελλ.
1. ήσυχος, ήρεμος
2. (για τιμές, προϊόντα κ.λπ.) αυτός που δεν υφίσταται διακυμάνσεις
αρχ.
αυτός που δεν τον χτυπούν τα κύματα.