ζώγρημα: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(16)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζώγρημα]], το (AM) [[ζωγρώ]]<br /><b>1.</b> [[θήραμα]], ζώο που πιάστηκε ζωντανό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[λεία]], [[θύμα]] («[[ζώγρημα]] τοῡ διαβόλου»).
|mltxt=[[ζώγρημα]], το (AM) [[ζωγρώ]]<br /><b>1.</b> [[θήραμα]], ζώο που πιάστηκε ζωντανό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[λεία]], [[θύμα]] («[[ζώγρημα]] τοῦ διαβόλου»).
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek (Liddell-Scott)

ζώγρημα: τό, τὸ ζωγρηθέν, Ν. Χων. σ. 386. 19 (Βόνν.).

Greek Monolingual

ζώγρημα, το (AM) ζωγρώ
1. θήραμα, ζώο που πιάστηκε ζωντανό
2. μτφ. λεία, θύμαζώγρημα τοῦ διαβόλου»).