ιά: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(17)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α)<br /> <b>1.</b> (για έμψυχα) ιωή, [[κραυγή]], [[φωνή]]<br /> <b>2.</b> (για άψυχα) [[κλαγγή]], [[ήχος]] («σύριγγος ἰὰν [[κατακούω]]», <b>Ευρ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ιήιος]]].———————— <b>(II)</b><br /> ἰά, τὰ (Α)<br /> (ετερόκλιτο, πληθ. του ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ιός</i> (ΙΙ)].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α)<br /> <b>1.</b> (για έμψυχα) ιωή, [[κραυγή]], [[φωνή]]<br /> <b>2.</b> (για άψυχα) [[κλαγγή]], [[ήχος]] («σύριγγος ἰὰν [[κατακούω]]», <b>Ευρ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ιήιος]]].<br /><b>(II)</b><br /> ἰά, τὰ (Α)<br /> (ετερόκλιτο, πληθ. του ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ιός</i> (ΙΙ)].
}}
}}

Latest revision as of 13:14, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α)
1. (για έμψυχα) ιωή, κραυγή, φωνή
2. (για άψυχα) κλαγγή, ήχος («σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιήιος].
(II)
ἰά, τὰ (Α)
(ετερόκλιτο, πληθ. του ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιός (ΙΙ)].