Ιταλιάνος: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α (Μ [Ἰ]ταλιάνος)<br />[[Ιταλός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-α (Μ [Ἰ]ταλιάνος)<br />[[Ιταλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. <i>Ιtaliano</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
-α (Μ [Ἰ]ταλιάνος)
Ιταλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. Ιtaliano].