Ιταλιάνος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

-α (Μ [Ἰ]ταλιάνος)
Ιταλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. Ιtaliano].