ακόνιστος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /> <b>1.</b> αυτός που δεν έχει ακονιστεί, ο [[ατρόχιστος]]<br /> <b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί να ακονιστεί<br /> <b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει ασκηθεί, ο [[απαίδευτος]].<br /> [<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br /> <b>1.</b> αυτός που δεν έχει ακονιστεί, ο [[ατρόχιστος]]<br /> <b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί να ακονιστεί<br /> <b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει ασκηθεί, ο [[απαίδευτος]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακονιστός]] <span style="color: red;"><</span> [[ακονίζω]]<br /> το αρκτικό <i>α</i>- πήρε στερητική [[σημασία]] από τον αναβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ακονιστεί, ο ατρόχιστος
2. εκείνος που δεν μπορεί να ακονιστεί
3. μτφ. αυτός που δεν έχει ασκηθεί, ο απαίδευτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακονιστός < ακονίζω
το αρκτικό α- πήρε στερητική σημασία από τον αναβιβασμό του τόνου].