απαίδευτος
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαίδευτος, -ον)
αμόρφωτος
νεοελλ.
αυτός που δεν πέρασε βάσανα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σε κάτι
2. αδέξιος, άκομψος.