ακουσίθεος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκουσίθεος]], -ον (Α)<br />αυτός που εισακούεται από τον Θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκουσι</i> - (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]]<br />μόνο στο επίθ. [[ἀκουσίθεος]] απαντά το ρ. [[ἀκούω]] με τη [[μορφή]] <i>ἀκουσι</i>- ως α΄ συνθ.].
|mltxt=[[ἀκουσίθεος]], -ον (Α)<br />αυτός που εισακούεται από τον Θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκουσι</i> - (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]]<br />μόνο στο επίθ. [[ἀκουσίθεος]] απαντά το ρ. [[ἀκούω]] με τη [[μορφή]] <i>ἀκουσι</i>- ως α΄ συνθ.].
}}
}}

Latest revision as of 22:48, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκουσίθεος, -ον (Α)
αυτός που εισακούεται από τον Θεό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκουσι - (< ἀκούω) + θεός
μόνο στο επίθ. ἀκουσίθεος απαντά το ρ. ἀκούω με τη μορφή ἀκουσι- ως α΄ συνθ.].