ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
ἀκουσίθεος, -ον (Α)αυτός που εισακούεται από τον Θεό.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκουσι - (< ἀκούω) + θεόςμόνο στο επίθ. ἀκουσίθεος απαντά το ρ. ἀκούω με τη μορφή ἀκουσι- ως α΄ συνθ.].