αμφίκολλος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίκολλος]], -ον (Α)<br />ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]].
|mltxt=[[ἀμφίκολλος]], -ον (Α)<br />ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφίκολλος, -ον (Α)
ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -κολλος < κόλλα.