αργυρόπους: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργυρόπους]] (-ποδος), -πουν (Α)<br />αυτός που έχει αργυρά πόδια ( | |mltxt=[[ἀργυρόπους]] (-ποδος), -πουν (Α)<br />αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῖναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
ἀργυρόπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῖναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).