γρυπούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(8)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=γρυποῡμαι (-όομαι) (Α) [[γρυπός]]<br />(για τα νύχια) κυρτώνομαι.
|mltxt=γρυποῦμαι (-όομαι) (Α) [[γρυπός]]<br />(για τα νύχια) κυρτώνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

γρυποῦμαι (-όομαι) (Α) γρυπός
(για τα νύχια) κυρτώνομαι.