γρυπούμαι

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

Greek Monolingual

γρυποῦμαι (-όομαι) (Α) γρυπός
(για τα νύχια) κυρτώνομαι.