3,274,919
edits
(11) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐλατήριος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται [[κάτι]] σε [[κίνηση]] («το [[ελατήριο]] του ρολογιού, τα ελατήρια της μηχανής»)<br /><b>2.</b> βαθύτερη [[αιτία]], [[κίνητρο]] («τα ελατήρια του εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πετάχτηκα, σηκώθηκα σαν [[ελατήριο]]» — απότομα και [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που διώχνει ή έχει τη [[δύναμη]] να διώχνει, να εκδιώκει ή να καταδιώκει κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρτικός]] (για παρασκευάσματα που βοηθούν την [[κάθαρση]] του πεπτικού συστήματος)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=το (AM [[ἐλατήριος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται [[κάτι]] σε [[κίνηση]] («το [[ελατήριο]] του ρολογιού, τα ελατήρια της μηχανής»)<br /><b>2.</b> βαθύτερη [[αιτία]], [[κίνητρο]] («τα ελατήρια του εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πετάχτηκα, σηκώθηκα σαν [[ελατήριο]]» — απότομα και [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που διώχνει ή έχει τη [[δύναμη]] να διώχνει, να εκδιώκει ή να καταδιώκει κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρτικός]] (για παρασκευάσματα που βοηθούν την [[κάθαρση]] του πεπτικού συστήματος)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ελατήριο]]<br />α) η [[πικραγγουριά]]<br />β) δραστικό καθαρτικό [[φάρμακο]] από χυμό πικραγγουριάς. | ||
}} | }} |